ενδιαφέρω

ενδιαφέρω
1. προκαλώ την προσοχή («δεν μ' ενδιαφέρει τί κάνεις»)
2. απρόσ. ενδιαφέρει
έχει σημασία, σπουδαιότητα («δεν ενδιαφέρει η ποσότητα αλλά η ποιότητα»)
3. μέσ. δείχνω ιδιαίτερη φροντίδα («δεν ενδιαφέρεται για τίποτε»)
4. μέσ. έχω συμφέρον
5. μέσ. μτφ. δείχνω ερωτική συμπάθεια
6. (η μτχ. εν. ως επίθ.) ενδιαφέρων, -ούσα, -ον
σπουδαίος, σημαντικός («ενδιαφέρουσα είδηση»)
7. φρ. (για γυναίκα) «σε ενδιαφέρουσα κατάσταση» — έγκυος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ενδιαφέρω — βλ. πίν. 217 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ. και ως απρόσ. ενδιαφέρει) Σημειώσεις: ενδιαφέρω : απαντάται και η λόγια μτχ. ενεστώτα (ενδιαφέρων, ουσα, ον) ως επίθετο ή ουσιαστικό (το ενδιαφέρον) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενδιαφέρω — ενδιαφέρθηκα 1. μτβ., προκαλώ το ενδιαφέρον και την προσοχή κάποιου, παρουσιάζω ενδιαφέρον: Με ενδιαφέρουν οι πολιτικές εκλογές. 2. αμτβ., στο γ εν. πρόσωπο ενδιαφέρει αξίζει τον κόπο, είναι σημαντικό, έχει σπουδαιότητα: Ενδιαφέρει να βρούμε αίμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενδιαφέρομαι — βλ. ενδιαφέρω …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • ενδιαφέρομαι — βλ. ενδιαφέρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”