- ενδιαφέρω
- 1. προκαλώ την προσοχή («δεν μ' ενδιαφέρει τί κάνεις»)2. απρόσ. ενδιαφέρειέχει σημασία, σπουδαιότητα («δεν ενδιαφέρει η ποσότητα αλλά η ποιότητα»)3. μέσ. δείχνω ιδιαίτερη φροντίδα («δεν ενδιαφέρεται για τίποτε»)4. μέσ. έχω συμφέρον5. μέσ. μτφ. δείχνω ερωτική συμπάθεια6. (η μτχ. εν. ως επίθ.) ενδιαφέρων, -ούσα, -ονσπουδαίος, σημαντικός («ενδιαφέρουσα είδηση»)7. φρ. (για γυναίκα) «σε ενδιαφέρουσα κατάσταση» — έγκυος.
Dictionary of Greek. 2013.